- αντίβαρο
- counterbalance
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αντίβαρο — το 1. βάρος με το οποίο αντισταθμίζεται άλλο βάρος ή δύναμη: Τα ρολόγια έχουν αντίβαρο. 2. αντιστάθμισμα: Αυτό που του πρότεινες αποτελεί σπουδαίο αντίβαρο για κείνον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίβαρο — το 1. κάθε βάρος που τοποθετείται σ έναν μηχανισμό εκτός ισορροπίας για να τον επαναφέρει σε κατάσταση στατικής ισορροπίας 2.το αντιστάθμισμα, αντισήκωμα … Dictionary of Greek
γεράνι — I (geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 … Dictionary of Greek
Иосиф (Рогон) — Иосиф Рогон (греч. Ρωγών Ιωσήφ, 1776 1826) один из самых известных священников, участников Освободительной войны Греции 1821 1829 гг … Википедия
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
αντίσηκο — το (Μ ἀντίσηκος, ον) νεοελλ. το αντίβαρο μσν. ισόρροπος, ισοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σηκός «βάρος, βαρίδι»] … Dictionary of Greek
αντιζύγι — το αντισήκωμα, αντίβαρο … Dictionary of Greek
αντισήκωμα — το (Μ ἀντισήκωμα) [αντισηκώ] χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία) νεοελλ. το αντίσηκο, το αντίβαρο … Dictionary of Greek
βαρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 54 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Α βαρύδιον και βαρύλλιον) νεοελλ. 1. το κινητό αντίβαρο της ζυγαριάς ή της… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek